-
1 προσκυρέω
b adjoin, Herod. [voice] Med. ap. Orib.10.5.10; ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῖ (or - κύρει) τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ (place-name) BGU1121.8 (i B.C.).2 meet with, τινι Emp.2.5; ναῦς πέτρῃ π. Thgn.1361;ἑωυτοῖσι Hp.Praec.8
: c. acc. rei, (anap.): reversely, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ betides the house, A.Ch.13.3 belong, appertain, or be attached to, D.S.16.42, Plu.Art.21; τὰ προσκυροῦντα τούτοις Epist. ap. J.AJ13.4.9; (Egypt, ii B.C.), cf. Sammelb.1567.7 (iii B.C.), 4208.7 (ii B.C.);τῶν οἰκοπέδων -κυρόντων Sardis 7(1).1
i 11 (iv/iii B.C.); προσκύρουσιν πρὸς τὴν κώμην καὶ ἄλλαι κῶμαι ib.4;οἱ -οντες τόποι PLond.2.401.28
(ii B.C.); (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκυρέω
См. также в других словарях:
προσκυρώ — (I) έω, και προσκύρω, Α 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.) 2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.) 3. συνορεύω 4. συναντώ κάποιον 5. πέφτω… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek